Κείμενα για το έργο μου.

Πολυσυλλεκτική Μνήμη σε Μάρμαρο από τον Τάκη Κοζόκο


Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης
Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Δ.Π.Θ.

Μαθητής του Γ. Μανιατάκου στη Σχολή Καλών Τεχνών της Τήνου, των Θ. Πανουργιά, Δ. Καλαμάρα και Β. Παπαϊωάννου στην ΑΣΚΤ, ο Τάκης Κοζόκος πέρασε από το μεγάλο σχολείο της Ακροπόλεως για μια δεκαετία (1990-2000) για να προσηλωθεί στη συντήρηση των ιστορικών μνημείων του ιερού βράχου. Εκεί, ζυμώθηκε όχι μόνον με τις λεπτές τεχνικές και τις χειρουργικές επεμβάσεις πάνω στο παριανό και πεντελικό μάρμαρο αλλά και με το μυθολογικό περιεχόμενο της ιστορίας του μνημείου που άνοιξε σαν βεντάλια, το βλέμμα του, στη μυθολογία της Μεσογείου. Τα έργα της περιόδου, Ταύρος (1991), Νεογέννητο (1992), Κοχύλι (1993), Οίκος (1993), Κόσμος (1994), Μνημειακό-Τύμβος (1994), Κεφάλια θεοτήτων (1995), Σφίγγα (1994) κ.ά. είναι προϊόντα μιας ποιητικής θεώρησης της μεσογειακής μυθολογίας που δεν εστιάζει στο παιχνίδι των ομοιοτήτων και των διαφορών αλλά στη δύναμη της μεταμόρφωσης υπό το πρίσμα των σύγχρονων κατευθύνσεων της σκέψης. Δωρική λιτότητα, μικρογραφική κομψότητα, σουρεαλιστική μεταμόρφωση, μινιμαλιστικές γραμμές και εννοιολογικό περιεχόμενο συνυπάρχουν σε συμπυκνωμένα μικρο-μεγέθη γλυπτά, σαν να πρόκειται για μικρές οπτικές σκέψεις οικουμενικότητας. Η λογική, ο μύθος και η μεταμόρφωση γίνονται κινητήριες δυνάμεις όταν με υπομονετική, εξονυχιστική και ανατομική λεπτότητα, τα εργαλεία του Τ.Κοζόκου αφαιρούν τα κομμάτια από το μάρμαρο για να καταλήξει στις μικρές λειασμένες φόρμες που δεν ξεπερνούν τα 50 εκατοστά.
Με την ίδια αγάπη, για τις μικρές και πολύτιμες συμπαγείς μαρμάρινες ποιητικές μορφές, θα συνεχίσει και μετά το 2000 μέχρι σήμερα, αξιοποιώντας και τις δυνατότητες της πηλοπλαστικής, δίνοντας μοναδικά και ανεπανάληπτα έργα, πολυσυλλεκτικής μνήμης, όπως τον Δούρειο ίππο (2004), το Κοσμικό (2004), το Μαρμαρόφωνο (2005), τον Σοφό (2005) κ.ά. Έργα, που δεν αποβλέπουν να εξηγήσουν τον κόσμο, αλλά να ενταχθούν στις imagines mundi ενός ψηφιακά ενοποιημένου νέου κόσμου, που φαίνεται να μετρά περισσότερο τα σύμβολα από την εμπειρία. Και έχει ενδιαφέρον ότι στο έργο του Τ. Κοζόκου, δεν υπάρχουν τα κλισέ μιας αρχαιότροπης αισθητικής που να περιορίζει την εικονοπλαστική του φαντασία αλλά ένας γόνιμος μετασχηματισμός του παλιού σε μελλοντικό, σαν να πρόκειται για μορφές άβαταρ: συμβατές στη χώρο-χρονική εμπειρία μας και παράλληλα νοερές μορφές ψηφιακής κοσμικής συνείδησης.

“….σαν σχοινοβάτης στις αντιθέσεις του είναι και του μη είναι.”


Διονύσης Γερολυμάτος – Γλύπτης

Πίσω από τα φαινόμενα η Φύση αδιόρατα ξετυλίγει το κουβάρι του Χρόνου.
Μια φύση ακατάλυτη, απροσδιόριστη στις εκφάνσεις της ακένωτη στην έκκληση ενέργειας ……καθοριστική.

Στα φαινόμενα ανήκει ότι είναι γύρω μας «…ο Κόσμος ο μικρός και Μέγας…» όπως λέει ο ποιητής.

Ο Λόγος έχει αρχή, έχει τέλος? Ερωτήματα βασανιστικά.

Στην σύντομη παρουσία μας, σημασία έχει ο αγώνας, η διαδρομή στην προσπάθεια να αρθρώσουμε Λόγο.

Μέσα από χαοτικές καταστάσεις, η Τέχνη προσφέρει το κλειδί για να γεμίσει φώς αυτό που δεν βλέπουμε. Ο ποιητής λέει « κάποτε έπνιξε το φώς κι έγινε μάρμαρο και ήλθεν ο καιρός που από μάρμαρο έγινε πάλι φώς.»

Σε χαμηλούς διαρκείς και πολύμορφους τόνους κινείται ο καλός συνάδελφος και φίλος Τάκης Κοζόκος.
Δουλεύει το μάρμαρο με ευλάβεια ασκητή, σμιλεύοντας μεθοδικά την δική του «Λέξη».
Η αγωνία του να δεί τι συμβαίνει πίσω από τα ορατά, να αρπάξει την φευγαλέα στιγμή του παντοτινού, να γεφυρώσει τις αντιθέσεις, να ισορροπεί σαν σχοινοβάτης στις αντιθέσεις του είναι και του μη είναι, δημιουργεί το κατάλληλο πεδίο, όπου η Μορφή και το Περιεχόμενο συνευρίσκονται και γεννούν.

Τούτα τα λόγια έχω να πω για τον Τάκη Κοζόκο με αφορμή την Έκθεσή του.

Όλα τα άλλα Σχολές, τεχνοτροπίες, δημόσιες σχέσεις, σκοπιμότητα κλπ δεν αφορούν ούτε εμένα μα ούτε και τον ίδιο.

Στάση ζωής είναι η Γλυπτική, όταν είναι Τέχνη και η Γλυπτική του Τάκη Κοζόκου είναι Τέχνη.

ΛΑΪΚΑ ΘΡΥΛΟΥΜΕΝΑ
(από τον ίσκιο του Χατζιαβάτη στην ψηφιακή Λάρα Κρόφτ)


Δημήτρης Μανίνης Εικαστικός

…μέσα στην πλημμυρίδα των τελευταίων ετών από κινήσεις με στόχο την επίτευξη της πρωτοτυπίας, του σύγχρονου, του μεταμοντέρνου, κινήσεις φενακισμού και ακισμών που στην καλύτερη περίπτωση εν τέλει αναστρέφουν τα πράγματα, τοποθετώντας στη θέση της βιωμένης διαδρομής τον σκοπό, η δουλειά-θέση του Τάκη Κοζόκου, αναιρεί ευρύτατες παρεξηγήσεις:
Καθώς έχουμε λησμονήσει, πως το λαϊκό, εν αρχή, κομίζει το επίκαιρο. που με τη σειρά του εδράζεται στη διδαχή του παρελθόντος – μαστοράντζας χέρι τα δούλεψε όλα αυτά, από το μάρμαρο ως την πέτρα και τον πηλό, χωρίς να παραβλέπει την τρέχουσα τεχνολογία
Καθώς, υποβαθμίζεται η οργανικού τύπου σχέση μας με την ύλη, ενώ, συνιστά προϋπόθεση για την δυνατότητα της έκφρασης –ο δημιουργός εδώ, υφίσταται και εστί, επειδή συμφύεται με την ύλη, γεγονός που αναδύεται τόσο από την παραμικρότερη ψαύση, όσο και από την βιαιότερη ελεγχόμενη μηχανική επέμβαση
Καθώς, μας διαφεύγει συνήθως, ότι τα θρυλούμενα και εγνωσμένα του λαϊκού πολιτισμού έχουν μετατοπισθεί από το θέατρο σκιών και το Μέγκλα, στα διαστημικά ταξίδια, στην εικονική πραγματικότητα της Λάρα Κρόφτ και στην κλωνοποίηση – στα επιφαινόμενα των έργων του Τάκη Κοζόκου καταγράφονται ιδεολογήματα που διαπερνούν τους καιρούς, επίκαιρα, αλλά και εφιάλτικά ενδεχόμενα του μέλοντος καιρού.
Τί πράττει λοιπόν ο Τάκης Κοζόκος; -ότι περί πράξεως πρόκειται.
Εκκινώντας από την επισσωρευμένη γνώση του παρελθόντος, έρχεται να οργανώσει μιαν πρόταση για το παρόν, να δώσει σημάδια ως προγνώστης για το επερχόμενο. Τα εμφανή νεύματα των κωδίκων των κόμικ, η πανταχού παρουσία των αρχετύπων, οι διάλογοι της ύλης με το φως, οι αμφοτεροστρεφείς ανελίξεις και καταβυθίσεις, οι αρχόμενες κινήσεις που συνέρχονται, -παρά τις επί μέρους τάσεις διαφυγής- υποδεικνύουν την υπόθεση της συνέχειας, του συνέχεσθαι και εμπεριέχεσθαι σε ένα παγκόσμιο ρευστό υψηλού ιξώδους.
Αλλά, μόνον ο πεπαιδευμένος θα αντιληφτεί πως τα μορφοποιημένα στοιχεία αποτελούν απλώς το απαραίτητο αφηγηματικό σκηνικό. εκείνο που υποκρύπτεται, και που χρησιμοποιεί ως όχημα τα προηγούμενα για να επαναδιαμορφώσει το τελικό προϊόν, είναι οι αλληλεπιδράσεις των υποθρωσκόντων αφαιρετικών εικαστικών δομών, -αίσθηση και απόκτημα ελαχίστων τινων-, αφού, κατακτώνται αποκλειστικώς με συνεκτική μελέτη των σύγχρονων επιστημονικών διανοημάτων, και ασφαλώς, με επίπονη εργασία. Γι αυτό, ο Τάκης Κοζόκος, μας παραδίδει μιαν ύλη που διαμορφώνεται από το ονείρεμά της εντός του παρόντος.

” η μαγεία του μυστηρίου και η “απομάγευση” του αφηγηματικού μίτου.”


Κριτικός και Ιστορικός Τέχνης Αθηνά Σχινά
για την Έκθεση «ο Πολιτισμός»

«Η συγκεκριμένη έκθεση του καλλιτέχνη είναι μέρος ενός fiction project, το οποίο αφορά στις μεταπλάσεις μιας μυθοπλοκής. Αυτή άλλωστε ως δομή αποτελεί και το ίδιο το σκεπτικό της εικαστικής δημιουργίας, με συνέπεια την εννοιολογική διάσταση που αποκτούν τα έργα του Τάκη Κοζόκου. Ο δημιουργός διαμόρφωσε ένα δια-πολιτισμικό παραμύθι, χρησιμοποιώντας ευφάνταστα και παράδοξα, αρκετά στοιχεία από την αρχαία ελληνική κοσμογονία και μυθολογία. Στην αφηγηματική του πλοκή, ο Κοζόκος ενσωματώνει με χιούμορ και ευρηματικότητα ορισμένες όψεις, συνήθειες και ιδιόλεκτα της καθημερινής ζωής και μιας ανάλογης που υποτίθεται πως αναπτύχθηκε στην φανταστική πόλη Τουλσίδα της Ρωσίας. Παρ’ ότι το concept των διαμορφωμένων έργων (στον τύπο των ειδωλίων), τα καθιστά αυτόνομα ως προς την αισθητική τους λειτουργία, αυτά παράλληλα συνδέονται και με μια διακειμενικότητα, που προσδιορίζεται από την μεικτή φύση του λόγου. Πρόκειται για τον λόγο ενός σύγχρονου παραμυθιού, που η υπόθεσή του ανάγεται στα 1984, σε μια χώρα των «υπερβορείων», όπως αποδίδεται μυθικά η Ρωσία. Το νήμα της αφήγησης βασίζεται στο μοτίβο της αποστολής από «άγνωστο εντολέα», αναφορικά με ένα ξύλινο κιβώτιο που στέλνεται, υποτίθεται, την χρονιά γέννησης του καλλιτέχνη, από την Τουλσίδα στην Αθήνα, φτάνοντας εκεί το 2004. Το περιεχόμενο του κιβωτίου περιλαμβάνει «παράξενα αντικείμενα» που τα αναγνωρίζει ο καλλιτέχνης ως τμήματα ενός μεγαλύτερου έργου, μνημειακού χαρακτήρα, το οποίο ενδέχεται, σύμφωνα πάντα με την «ιστορία» του μύθου, να δημιουργήθηκε μακριά από την προέλευση της αποστολής του, σε χρόνο και τόπο απροσδιόριστο. Τα πολυσυλλεκτικής φύσης γλυπτά, φιλοτεχνημένα με επιδεξιότητα και φαντασία, αποτελούνται από μια σύνθεση υλικών. Η μικροκλίμακά τους μυθοποιείται μέσα από το τοτεμικό τους ύφος και τις αρχετυπικές καταστάσεις στις οποίες παραπέμπουν. Η χειρονομία αποτυπώνεται στην μορφική τους ανάπτυξη ως μέρος της ιδιοσυστασίας τους, η οποία πολλαπλασιάζει το «μυστήριο» χωρίς να αφαιρεί τις πιθανότητες αυτοκαθαίρεσής του. Τα «είδωλα καμόντων» του μύθου εμφανίζονται ως επισχολιασμοί μιας διαρκώς αναμορφωνόμενης αφήγησης, που αντικατοπτρίζει την ίδια την σύνθεση των ιστών της πλοκής της, με βάση την διαπλοκή των υλικών, σ’ ένα περιβάλλον (installation) καταλυτικό, με την μιά μορφή να εννοιοδοτεί αντικρυσματικά την άλλη, ως τμήμα ενός συνόλου. Το αινιγματικό αυτό puzzle, σχετικοποιεί τον χώρο και τον χρόνο, τα μεγέθη και τις αποστάσεις, την σοβαροφάνεια επίσης του “μνημειακού”, καθώς αποπλανά τον θεατή (σύμφωνα πάντα με τον συναρτώμενο μύθο) και τις συνιστώσες της πραγματικότητάς του. Η πολυεπιπεδικότητα και το ευτράπελο, η μαγεία του μυστηρίου και η “απομάγευση” του αφηγηματικού μίτου, που συνδέει αλλά ταυτόχρονα ανεξαρτητοποιεί τις μορφές, ανασυγκροτεί το concept, ενεργοποιώντας τον φαντασιακό παράγοντα και αποδεικνύοντας τις ανασυντακτικές δυνατότητες της σύγχρονης πλαστικής – γλυπτικής”.
Η έκθεση συνοδεύεται από το “εικαστικό παραμύθι” του Τάκη Κοζόκου.

“….στήνοντας την δική του μηχανή του χρόνου.”


Ιστορικός Τέχνης και συγγραφέας Ευαγγελία Διαμαντοπούλου Λέκτορας στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. του ΕκΚΠΑθηνών.

Η αδιαχώριστη ταυτότητα του τεχνίτη – καλλιτέχνη, του δημιουργού (artifex) του αρχαίου και μεσαιωνικού κόσμου αλλά και του Bauhaus, βρίσκει την απόλυτη ανταπόκρισή της στο έργο του Τάκη Κοζόκου. Γιατί ο Τάκης Κοζόκος συνομιλεί επίμονα και επίπονα με το υλικό του που είναι κατά βάση το μάρμαρο, προκειμένου να δαμάσει την άκαμπτη μάζα του, να ανακαλύψει τις κρυφές του ιδιότητες και να από-καλύψει τις μυστικές του δυνάμεις. Κατασκευάζει και φιλοτεχνεί συγχρόνως, βιώνοντας την διαδικασία της δημιουργίας αλλά και την μαγεία του ταξιδιού στον μορφοπλαστικό χωροχρόνο. Κατευθύνει την ύλη και κατευθύνεται από αυτήν, αναζητώντας το αρχέ-γονο και, κατά συνέπεια, το νόημα της ύπαρξης. Γι’ αυτό και εικονογραφεί τον μύθο και την ιστορία όχι γραμμικά, ούτε καν δηλώνοντας συγκεκριμένη επιλογή, αλλά στήνοντας την δική του μηχανή του χρόνου.
Μέσα σ’ αυτήν, η αρχαϊκή στερεομετρία διαλέγεται με την κλασική εξιδανίκευση, το βυζαντινό αρχέτυπο, τον ανατολίτικο διάκοσμο, την αγωνία του μοντέρνου. Οι μορφές του, πότε διάφανα ολόλευκες, πότε με το χρυσό του επέκεινα κόσμου ή το κατανυκτικό κόκκινο, προδίδουν την διείσδυση του πλάστη τους στην ιστορική και καλλιτεχνική διαχρονία. Μοιάζουν να προβάλλουν από την μήτρα του υλικού τους αλλά και να επιστρέφουν σ’ αυτήν. Είναι αναγνωρίσιμες όσο και αινιγματικές, οικείες όσο και σημαίνουσες, άχρονες όσο και δια-χρονικές, εν-θύμια άλλων εποχών που μνημονεύουν, χωρίς να μνημειώνουν τον χρόνο.
Αναζητώντας την τέταρτη διάσταση στον παγκόσμιο μύθο, ο Τάκης Κοζόκος διατυπώνει το ανθρώπινο δράμα στα δικά του γλυπτά παραμύθια με την σεμνότητα και την συνέπεια του τεχνίτη – καλλιτέχνη που οδηγείται από το μέτρο της ελληνικής αρχαιότητας αλλά και από έναν έρωτα για την ζωή που αντιπαλεύει τον θάνατο, απαντώντας στο σαιξπηρικό υπαρξιακό ερώτημα με την κατάφαση της δημιουργίας.

Leave a comment